- νεκροτάφος
- νεκροτάφοςCat.Cod. Astr.masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεκροτάφος — νεκροτάφος, ὁ, θηλ. νεκροταφίς, ίδος (Α) το άτομο που θάβει τους νεκρούς, ο νεκροθάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + τάφος (< θ. ταφ , πρβλ. ἐ τάφ ην, αόρ. β τού ρ. θάπτω), πρβλ. ιερακο τάφος, κριο τάφος] … Dictionary of Greek
νεκροτάφοι — νεκροτάφος Cat.Cod. Astr. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκροτάφους — νεκροτάφος Cat.Cod. Astr. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Johannes Diethart — (eigentlich: Johannes Maria Diethart bzw. Johannes M. Diethart; * 7. Oktober 1942 in Knittelfeld / Steiermark) ist österreichischer Byzantinist, Schriftsteller und Verleger. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke und Wirken … Deutsch Wikipedia
νεκροτάφη — νεκροτάφη, ἡ (Α) [νεκροτάφος] η νεκροταφίς, η νεκροθάφτισσα … Dictionary of Greek
νεκροταφίς — νεκροταφίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. νεκροτάφος … Dictionary of Greek
νεκροταφείο — το (ΑΜ νεκροτάφιον) [νεκροτάφος] τόπος όπου ενταφιάζονται οι νεκροί, κοιμητήριο μσν. αρχ. συν. στον πληθ. τα νεκροτάφια το σάβανο και τα υπόλοιπα ενδύματα τού νεκρού … Dictionary of Greek
νεκροταφικός — νεκροταφικός, ή, όν (Α) [νεκροτάφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ενταφιασμό τού νεκρού … Dictionary of Greek
νεκροταφώ — νεκροταφῶ, έω (Μ) [νεκροτάφος] θάβω, ενταφιάζω τους νεκρούς … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek